- θρήνος
- ο вопль, рыдание; плач; причитание, обрядовая песнь;
επιτάφιος θρήνος — надгробный плач;
§ έγινεθρήνος και οδυρμός — случилось большое горе, большое несчастье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιτάφιος θρήνος — надгробный плач;
§ έγινεθρήνος και οδυρμός — случилось большое горе, большое несчастье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρῆνος — dirge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρήνος — Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές… … Dictionary of Greek
θρήνος — ο 1. κλάμα, μοιρολόι: Γοερός θρήνος. – Σπαρακτικός θρήνος. 2. συνεκδοχικά, καταστροφή: Έγινε θρήνος και οδυρμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θρήνος περί Ταμυρλάγγου — Ιστορικό ποίημα, η υπόθεση του οποίου αναφέρεται στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον σουλτάνο Βαγιαζίτ. Το ποίημα αρχίζει με τα σχέδια που κάνει ο Βαγιαζίτ για την κατάληψη της Πόλης, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς προηγήθηκε η … Dictionary of Greek
Ταμυρλάγγου θρήνος — Ιστορικό μεσαιωνικό ποίημα, το οποίο αποτελείται από 96 δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, σε γλώσσα ανάμεικτη με δημοτική και αρχαϊκά στοιχεία. Ο ποιητής μάς είναι άγνωστος, γράφτηκε δε μέσα στην πρώτη 10ετία του 15ου αι. και μετά τη … Dictionary of Greek
θρῆνοι — θρῆνος dirge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρῆνον — θρῆνος dirge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
σύνθρηνος — ον, ΜA αυτός που συμμετέχει σε θρήνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρήνος (< θρῆνος), πρβλ. ἔν θρηνος] … Dictionary of Greek
Смотрицкий, Мелетий — Мелетий Смотрицкий (в миру Максим Герасимович Смотрицкий, встречается и смешанная форма имени Максентий; латинский псевдоним Теофил Ортолог; предположительно 1577 1579 или 1572 местечко Смотрич, ныне поселок городского типа Дунаевецкого р на… … Википедия
Максим Герасимович Смотрицкий — Мелетий Смотрицкий (в миру Максим Герасимович Смотрицкий, встречается и смешанная форма имени Максентий; латинский псевдоним Теофил Ортолог; предположительно 1577 1579 или 1572 местечко Смотрич, ныне поселок городского типа Дунаевецкого р на… … Википедия